- υποτομεύς
- -έως, Αβλ. υποτομέας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποτομῆς — ὑποτομεύς a cutting instrument masc nom pl ὑποτομεύς a cutting instrument masc nom/voc pl ὑποτομή a cutting off below fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτομέας — ὑποτομεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. 1. υποδιαίρεση ενός τομέα 2. στρ. τμήμα ενός στρατιωτικού τομέα, το οποίο έχει αναλάβει συγκεκριμένη αποστολή σε καιρό πολέμου ή κατά την εκτέλεση ασκήσεων αρχ. κοπτικό εργαλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποτομή + κατάλ. εύς*] … Dictionary of Greek
секира — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (ὑποτομεῦς) сущ. пила, топор. … … Словарь церковнославянского языка
ὑποτομῇ — ὑποτομῆι , ὑποτομεύς a cutting instrument masc dat sg (epic ionic) ὑποτομή a cutting off below fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)